- υποφείδομαι
- Α [φείδομαι]φείδομαι κάπως, είμαι κάπως επιφυλακτικός να κάνω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεφείδοντο — ὑποφείδομαι spare a little imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφειδομένως — ὑποφείδομαι spare a little pres part mp masc acc pl (doric) ὑποφειδομένως somewhat sparingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφειδόμενοι — ὑποφείδομαι spare a little pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφειδόμενος — ὑποφείδομαι spare a little pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφειδομένως — Α επίρρ. με κάποια φειδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. ὑποφειδόμενος τού ὑποφείδομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek